τσιγαράς

τσιγαράς
ο
1) мастер по изготовлению сигарет; 2) заядлый курильщик сигарет

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "τσιγαράς" в других словарях:

  • αττέλαβος — (attelabus). Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κουρκουλιονιδών, που ζουν σε όλες τις χώρες του πλανήτη μας, αλλά κυρίως στην Ευρώπη. Κατοικούν επάνω σε διάφορα φυτά. Το θηλυκό τυλίγει τα φύλλα τους σε μορφή τσιγάρου, για να αποθέσει… …   Dictionary of Greek

  • ουρανοσκόπος — (uranoscopus). Γένος οστεοϊχθύων των θερμών κυρίως θαλασσών. Το πιο κοινό είδος του είδους, που ζει στη Μεσόγειο, είναι ο λύχνος, ψάρι χοντρό και πλατύ στο πίσω μέρος του σώματός του. Έχει χρώμα γκρίζο σκούρο, με σκούρες επίσης κηλίδες και κοιλιά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»